- εὔστροφα
- εὔστροφοςwell-twistedneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐύστροφα — εὔστροφος well twisted neut nom/voc/acc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευμήχανος — η, ο (ΑΜ εὐμήχανος, ον Α δωρ. τ. εὐμάχανος, ον) (για πρόσ.) επιτήδειος στο να επινοεί, επινοητικός, ευρετικός, εφευρετικός («οἱ μὲν εὐμήχανοι πρὸς τὸν βίον, οἱ δ ἀμηχανώτεροι» άλλοι μεν είναι επινοητικοί για τη συντήρηση τής ζωής, άλλοι δε… … Dictionary of Greek
Σάκλινγκ, σερ Τζων — (Suckling). Άγγλος ποιητής, δραματικός συγγραφέας και αυλικός (Χουίτον, Μίντλσεξ 1609 Παρίσι 1642). Υπήρξε ένας από τους αξιολογότερους ευγενείς της Αυλής του Κάρολου του A’ και ανήκε στην ομάδα των ποιητών ιπποτών. Υποστηριχτής της μοναρχίας… … Dictionary of Greek